φωτόσυκο

φωτόσυκο
το, Ν
σύκο που διατηρείται στη συκιά μέχρι τα Θεοφάνεια, τη γιορτή τών Φώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώτα + σύκο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτόσυκο — το σύκο που διατηρείται στη συκιά ως τα Φωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”